νέαξ

νέαξ
νέαξ, -ακος και ιων. τ. νέηξ, ὁ (Α)
νεανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος* + επίθημα -αξ (πρβλ. σκύλ-αξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νέαξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεάκων — νέαξ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέακα — νέαξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέακας — νέαξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέακος — νέαξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • νέηξ — νέηξ, ηκος, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. νέαξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”